Δίκες για Δικαιοσύνη: διαστολή του λαού από τις εγκληματικές ηγεσίες του
Γράφει ο Σωτήρης Μητραλέξης*
Η αποκατάσταση του αισθήματος της δικαιοσύνης και η άρση της ατιμωρησίας εξακολουθεί να αποτελεί το εν πολλοίς αγνοημένο «σημείο-κλειδί» της ελληνικής κρίσης και της μετάβασης στην νέα πολιτική εποχή. Η πραγματοποίησή του θα αποτελέσει την πραγματική ανατολή της νέας Ελλάδας, ενώ η παραθεώρησή του ενδέχεται να οδηγήσει στο να μην ξέρουν οι κυβερνώντες «από πού τους ήρθε», να εξοστρακιστούν ακόμη κι αν καταφέρουν να προσφέρουν στους πολίτες μια Ελλάδα στον δρόμο της εξόδου από τα μνημόνια και την οικονομική κρίση, της ανάπτυξης και της ευημερίας.
Εδώ και μήνες κυκλοφορεί με επώνυμα κείμενα, συζητήσεις και ευέλπιδες ψιθύρους το αίτημα για τις Δίκες των υπαιτίων της τριακονταετούς καταστροφής (ο Χρ. Γιανναράς μίλησε για «ελληνικές δίκες της Νυρεμβέργης»). Παρ’ όλα ταύτα δεν γνωρίζω κατά πόσον κατέστη κατανοητό ότι η πρόταση δεν αποτελεί «κλειδί» μόνο για το ενδοελλαδικό τοπίο, αλλά και για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
Μα ο λαός δεν ψήφισε και ξαναψήφισε αυτές τις ηγεσίες; Δεν φέρει την πλήρη ευθύνη ο λαός, αφού τίμησε με την ψήφο του τους καταστροφείς ακόμη και κατόπιν των επανειλημμένων δειγμάτων γραφής τους; Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, και θα αναφέρω ένα ιστορικό προηγούμενο που έχει ήδη συζητηθεί με αρθρογραφία, σε σχέση με την σημερινή κατάσταση: οι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τον πόλεμο, διαφοροποίησαν την εγκληματική ναζιστική ηγεσία του γερμανικού λαού από τον ίδιο τον λαό, ακόμα κι αν αυτός ο λαός είχε κάποτε ψηφίσει ή και αποθεώσει αυτήν την ηγεσία. Καταδίκασαν και τιμώρησαν την ηγεσία των Γερμανών, «ενώ πρόσφεραν τεράστια οικονομική βοήθεια στον γερμανικό λαό για να μπορέσει να ανακάμψει» – στην οποία εν πολλοίς χρωστά η σημερινή Γερμανία την θέση της στο διεθνές γίγνεσθαι.
Μια παρόμοια διάκριση είναι αναγκαία στην σημερινή Ελλάδα, αν και «οι ίδιοι αυτοί ευεργετημένοι Γερμανοί την ταπεινώνουν εξαθλιωτικά, χωρίς να διαφοροποιούν τη μεταχείριση του λαού της από αυτήν των κυβερνήσεων που την οδήγησαν στον παρανοϊκό υπερδανεισμό και στη χρεοκοπία». Οι εγκληματικές ηγεσίες των τελευταίων τριάντα ετών έφεραν την χώρα στην τρέχουσα κατάστασή της, και αυτές οι ηγεσίες δεν πρέπει να εξισωθούν ψευτοηθικιστικά με τον ελληνικό λαό, ακόμα κι αν αυτός ενίοτε τις ψήφισε – όσο κι αν η τελευταία άμυνα του εγχωρίου καθεστώτος σήμερα είναι το «μαζί τα φάγαμε». Τα εγκλήματα αυτά δεν τα πληρώνουν σήμερα οι υπαίτιοι, αλλά ολόκληρος ο ελληνικός λαός με θυσίες ασύλληπτες. Και, όσον αφορά το εξωτερικό, η Γερμανία θα έπρεπε να πρωτοστατεί σε αυτήν την διάκριση, διότι γνωρίζει στο πετσί της την αναγκαιότητά της – όπως επίσης και το «πόσο επικίνδυνο είναι να ταπεινώνεται εξουθενωτικά ένας λαός», τι γεννά μια τέτοια υποτροπή.
Χρειάζονται, λοιπόν, πραγματικές Δίκες των πολιτικών υπαιτίων και λοιπών υπαιτίων, όχι προσχηματικές, από την ανεξάρτητη δικαστική εξουσία: εντοπισμός των υπαιτίων της καταστροφής, απονομή των ευθυνών και της αντίστοιχης καταδίκης, δήμευση των περιουσιών όσων πλούτισαν παρανόμως δαπάναις του ελληνικού λαού και όσων έχτισαν μια Ελλάδα διαφθοράς και διαπλοκής συνειδητά, με έγκλημα προμελετημένο. Και διαστολή των ευθυνών των αυτουργών από αυτές του ψηφοφόρου λαού, ο οποίος ναι μεν συναίνεσε αλλά είναι αναγκασμένος να χορεύει στην μουσική που του παίζει η εξουσία – όπως τότε, στην Γερμανία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου…
Την αναγκαιότητα μιας τέτοια αποκατάστασης του αισθήματος της δικαιοσύνης, όχι δειγματοληπτικά ή απλώς παραδειγματικά, αλλά πραγματικά, ούτως ώστε να μπορέσει ο ελληνικός λαός να «βάλει πλάτη» σε μια πραγματική έξοδο από την κρίση και να αποφευχθούν κοινωνικές εκρήξεις αδιανόητης σήμερα έκτασης και έντασης –τις οποίες υποτιμούν συστηματικά οι κυβερνώντες-, την έχουν υπογραμμίσει πολλοί και πολλάκις, τονίζοντας ότι αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ. Φυσικά, αυτά δεν γίνονται με έναν Άκη και με έναν Λαυρέντη, ιστορίες οι οποίες αμφότερες δεν έχουν φτάσει στο τέλος τους για να δούμε το «δια ταύτα». Άλλο η δειγματοληψία, άλλο ο παραδειγματισμός και τρίτο, διαφορετικό, η παλιννόστηση του αισθήματος της δικαιοσύνης.
Αυτό όμως που συστηματικά παραθεωρείται είναι η δυναμική που θα μπορούσε να προσδώσει μια τέτοια εξέλιξη, πέρα από τα ενδοελλαδικά, στα «διεθνή» μας: διότι τότε και μόνον τότε θα έχει η Ελλάδα την ηθική δυνατότητα, την αξιοπιστία και το «πρόσωπο» για να υποστηρίξει διεθνώς ότι εξέρχεται από μια τριανταετή καταστροφή, με αναγνωρισμένους και καταδικασμένους τους υπαιτίους της, και να αξιώσει αλληλεγγύη παρόμοια με αυτήν που δόθηκε στην μεταπολεμική Γερμανία, ή συγκρίσιμη διαγραφή χρέους. Το «κομμάτι της Ελλάδας» για κάτι τέτοιο, η δική της υποχρέωση, είναι οι απαιτούμενες Δίκες: ειδάλλως, το ζήτημα τίθεται στα πλαίσια του «περαιτέρω δανεισμού» είτε προς το καθεστώς των ίδιων των υπαιτίων της καταστροφής, είτε σε διαχειριστές που δεν έχουν αποκοπεί με καισαρική τομή από αυτούς. Διότι όντως η ευρωπαϊκή παρουσία Σαμαρά μετάγγισε εκ νέου μεγάλο μέρος της χαμένης αξιοπιστίας μας στους εταίρους. Όμως δεν πρέπει να ξεχνούν οι κυβερνώντες ότι ο κ. Φούχτελ και διάφοροι άλλοι μεταφέρουν στους επικεφαλής των εταίρων μας την πλήρη και πραγματική εικόνα της σύνολης ελληνικής πολιτικής σκηνής, όχι μόνον αυτήν που προβάλλει η κορυφή της προς τα έξω: από την αναπηρία κάποιων υπουργών και την φαυλότητα του πολιτικού προσωπικού της «κεντρικής πολιτικής σκηνής» μέχρι την διαφθορά των αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης, όλα καθίστανται γνωστά, όλα μεταφέρονται, ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο.
Διπλή η αναγκαιότητα της Δίκης: δικαιοσύνη για τον λαό, που διψάει γι’ αυτήν όσο ποτέ άλλοτε, και αξιοπιστία της Ελλάδας ως σύνολο για τους εταίρους.
Όσο δεν λαμβάνει χώρα η Δίκη, ο λαός μετατρέπει την συσσωρευμένη αδικία σε συλλήβδην απόρριψη του πολιτικού συστήματος (άρα, εναγκαλισμό των μαιανδροφόρων ακυρωτών του) και σε όλο και μειούμενη ανοχή των «μέτρων» – όσο κι αν, ιδωμένη μέσα από γυάλινους πύργους, η ανοχή φαίνεται κραταιά και υπάρχουσα.
Και όσο δεν λαμβάνει χώρα η Δίκη, οι εταίροι μας ορθώς πράττουν και αποδίδουν «συλλογική ευθύνη» σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό για την φαυλότητα και διαφθορά της Μεταπολίτευσης, αποφασίζοντας αναλόγως την έκταση της αλληλεγγύης τους… Διότι «ο ελληνικός λαός τη ζήτησε» – ή, τουλάχιστον, δεν απαίτησε αποτελεσματικά την άρση της.
Το αίτημα είναι επιτακτικό. Και οι καθυστερήσεις «μετράνε»…
*Ο Σωτήρης Μητραλέξης είναι Επικεφαλής Κ.Ο. του Εθνικού Κινήματος για το ΜΒΕ 2014