Εσωκομματικές και διακομματικές διαφωνίες γύρω από το Προσφυγικό
Στις 10 Μαρτίου,18:30 το απόγευμα, ξεκίνησε η συνεδρίαση της Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης συζητώντας ανεπίσημα το σχέδιο νόμου για την επίλυση του προσφυγικού ζητήματος. Ο στόχος που τέθηκε από το προεδρείο ήταν να βρεθούν τα κοινά σημεία μεταξύ των κοινοβουλευτικών ομάδων ,ώστε να γίνουν οι απαραίτητες τροπολογίες. Στην πράξη αυτό αποδείχτηκε δύσκολο.
Τα άρθρα προς επεξεργασία αφορούσαν μεταξύ άλλων τα Κέντρα Προσωρινής Κράτησης Προσφύγων, τα Ειδικά Κέντρα Προσωρινής Κράτησης, την Χορήγηση Ιθαγένειας προς Αλλοδαπούς και το Σχέδιο της Φύλαξης των Συνόρων, με τον διάλογο γύρω από αυτά να είναι έντονος.
Παρά το γεγονός ότι οι βουλευτές έδειξαν προθυμία για συμφωνία σε διάφορα θέματα, δεν έλειψαν τόσο οι εσωκομματικές, όσο και οι διακομματικές διαφωνίες. Πιο συγκεκριμένα, η Φιλελεύθερη κίνηση υποστήριξε ότι ο διάλογος για τα κρίσιμα ζητήματα, πρέπει να κινείται από το μείζον στο ελάσσον, να διατυπώνονται επιχειρήματα τα οποία δεν στηρίζονται σε παθογένειες, έτσι ώστε να μη γίνονται παράνομα ‘’μπαλώματα’’ σε ήδη προβληματικές καταστάσεις, όπως για παράδειγμα η πρόσληψη ή απασχόληση των αλλοδαπών που δεν έχουν άδεια παραμονής.
Εν αντιθέσει, η ΕΝΑΡ προωθεί τη δυνατότητα νομιμοποίησης των αλλοδαπών μέσω της εργασίας. Με άλλα λόγια, θεωρεί την εργασία καθεστώς νομιμοποίησης τους στη χώρα.
Παράλληλα, η Σοσιαλιστική Δύναμη σε συζήτηση με το εθνικό μέτωπο έφερε στο προσκήνιο τον διάλογο για το σχέδιο φύλαξης των συνόρων και ειδικότερα , τον αμφιλεγόμενο ρόλο του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Συνοροφυλακής (FRONTEX). Ένταση δημιουργήθηκε,καθώς θεωρήθηκε ότι η διαχείριση των εθνικών συνόρων είναι θέμα εθνικής κυριαρχίας, σύμφωνα με την ΕΝΑΡ, και δεν νοείται να υπάρχουν ξένοι στην Ελλάδα, τους οποίους δεν μπορεί να ελέγξει το ελληνικό κράτος για τη διαφύλαξη των ελληνικών συνόρων.
Τέλος, σύμπλευση των κοινοβουλευτικών ομάδων παρατηρήθηκε όσον αφορά την εμπορευματοποίηση της ιθαγένειας. Και οι τέσσερις παρατάξεις δείχνουν πως δεν συμφωνούν να απονέμεται η ελληνική ιθαγένεια με την καταβολή του ποσού των 200.000 ευρώ.