Οικονομικές Υποθέσεις: Ένα στοίχημα με το διάβολο
Γράφει ο Δημήτρης Μανωλίδης*
Δίχως να θέλω να υποτιμήσω τα αντικείμενα των λοιπόν επιτροπών, γνώμη μου είναι ότι το αντικείμενο της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων είναι το πιο σημαντικό θέμα του συνεδρίου. Κι εξηγούμαι: η οικονομία είναι ο τομέας με τον καταλυτικότερο ρόλο σε μια κοινωνία. Αν η οικονομία ακμάζει υπάρχει η δυνατότητα να ακμάσουν κι άλλοι τομείς. Αν όμως χωλαίνει, τότε δεν μένουν και πολλά περιθώρια ακόμα κι αν υπάρχουν οι καλύτερες των προθέσεων. Γι’ αυτό καλούμαστε σε μια βδομάδα να αποδείξουμε τόσο ως ΕΝΑΡ αλλά και συνολικότερα ως ενεργητικά κι ευέλπιδα υποκείμενα ότι έχουμε προτάσεις και λύσεις για τα προβλήματα του σήμερα.
Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται αντικειμενικά στη χειρότερη κατάσταση που βρέθηκε ποτέ μεταπολεμικά. Ανεργία στα επίπεδα του 30%, συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 20%, μείωση της αγοραστικής δύναμης κατά 37,2%, συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης κατά 31,7%, μείωση κοινωνικών δαπανών 26,99%, δημόσιο χρέος στα 199,57% του ΑΕΠ (321.36 δις). Αυτά είναι τα αποτελέσματα των πολιτικών του «μνημονίου». Των πολιτικών δηλαδή που οι δανειστές-επιτηρητές (ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ) σε συνεργασία με τις τρείς τελευταίες ελληνικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν στην Ελλάδα προκειμένου, όπως τονίζεται, να τη σώσουν από την κρίση.
Στην ΕΝΑΡ γνώμη μας είναι ότι οι πολιτικές αυτές δεν καλυτερεύουν παρά χειροτερεύουν την κατάσταση. Κι αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι ιθύνοντες δεν ξέρουν καλά οικονομικά. Συμβαίνει γιατί ορισμένοι κέρδισαν και πρόκειται να κερδίσουν πολλά από αυτήν την κατάσταση. Για παράδειγμα, ο ευρωπαϊκός βορράς που μετατρέπει το νότο σε μια διαρκή πηγή εύκολου κέρδους με όρους αποικίας. Στην Ελλάδα, το σύστημα διαπλοκής μεταξύ κομμάτων εξουσίας-ΜΜΕ και οικονομικών συμφερόντων. Όλα αυτά όμως ορίζονται με ταξικό πρόσημο. Κερδισμένοι είναι οι ξένοι κι Έλληνες τραπεζίτες, βιομήχανοι κι εφοπλιστές και εκείνοι που τους εξυπηρετούν (πολιτικοί, δημοσιογράφοι κλπ). Όλα αυτά σε βάρος πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων. Πιστεύουμε λοιπόν σε μια εναλλακτική διέξοδο, όχι από καπρίτσιο αλλά γιατί αυτή είναι αναγκαία.
Αν αναζητήσουμε το πρόβλημα που μας οδήγησε εδώ, αμέσως ξεπροβάλλει το ζήτημα του οικονομικού μοντέλου της χώρας. Μια χώρα με μικρό πρωτογενή τομέα, βασιζόμενη σε κρατικοδίαιτους νεόπλουτους χάρη σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες που εστιάζει στις υπηρεσίες και εν γένει στο τριτογενή τομέα παραγωγής. Αυτή η δομή συγκροτεί όρους οικονομικής εξάρτησης από το εξωτερικό, οι οποίοι μεταφράζονται αυτόματα και σε εξάρτηση πολιτική. Δημιουργεί συνεχή ελλείμματα, τα οποία αναγκαία καλύπτονται με δανεισμό. Γιγαντώνεται το δημόσιο χρέος με αποτέλεσμα τη δυσκολία νέου δανεισμού και τη δικαιολόγηση ακόμα πιο πρόδηλης παρέμβασης των δανειστών κυρίως όσον αφορά στη δημοσιονομική πολιτική και τη διαχείριση (δηλαδή το ξεπούλημα) του δημοσίου πλούτου. Σταθμός στην κατηφόρα αυτή ήταν η συμμετοχή στην ΟΝΕ, με αποτέλεσμα την απώλεια της δυνατότητας χειρισμού και της νομισματικής πολιτικής.
Χρειάζεται λοιπόν εκ βάθρων μια παραγωγική ανασυγκρότηση. Κινητήρια δύναμη μπορεί να είναι μόνο ο μηχανισμός του κράτους. Καμία ιδιωτική πρωτοβουλία δεν μπορεί να «σώσει» μια χώρα. Ο ιδιώτης αποσκοπεί στο κέρδος και λειτουργεί μεμονωμένα και πολλές φορές σε αντίθεση με τα συμφέροντα της κοινωνίας. Το κράτος από την άλλη με το σωστό έλεγχο, με την πολιτική βούληση και τα δέοντα κοινωνικά ερείσματα έχει την αντικειμενική δυνατότητα με την κρατική κυριαρχία και την κεντρική διαχείριση να συμβάλλει τα μέγιστα σε μια τέτοια προσπάθεια.
Στη βάση των παραπάνω, το νομοσχέδιο που κατατέθηκε κρίνουμε ότι έχει μια κάποια σωστή κατεύθυνση. Θέλει να λύσει προβλήματα όπως είναι εκείνο των προβληματικών δομών, η έλλειψη προσωπικού και η αναξιοκρατία. Ξεφεύγει από νεοφιλελεύθερα ταμπού καταργώντας το ζοφερό 1 προς 5 (για 5 που φεύγουν από το δημόσιο, μπαίνει 1) ενώ στο βωμό της κοινωνικής ευημερίας άρει επιτέλους συντηρητικά κατάλοιπα όπως είναι ο μεγάλος και πολυδάπανος στρατός. Είναι λοιπόν μια πολύ καλή αρχή.
Σίγουρα υπάρχουν και μελανά σημεία όπως είναι οι απολύσεις των καθηγητών και η επιμήκυνση του ωραρίου των υπολοίπων για την κάλυψη των κενών. Σίγουρα επίσης υπάρχουν ζητήματα και παθογένειες τα οποία μένουν άθικτα όπως είναι η κατάσταση στην υγεία, ο πακτωλός χρημάτων που πάνε σε εργολάβους ιδιώτες, ο υπέρογκος τομέας της ασφάλειας, οι άδικες απολύσεις, οι μισθολογικές ανισότητες, η παραγωγική ανασυγκρότηση και η έλλειψη σχεδιασμού.
Ως Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της ΕΝΑΡ, παρά το λιγοστό χρόνο που μας δόθηκε, και με τον πολύτιμο ιδρώτα κάθε μέλους της επιτροπής, ετοιμάσαμε μια πλήρη πρόταση για το δημόσιο τομέα, για να απαντήσουμε ακριβώς σε αυτή την αφασία. Με ρεαλισμό, σχέδιο και στόχο τη διέξοδο της χώρας και του λαού από το φαύλο κύκλο της εξαθλίωσης και του μαρασμού.
Καλούμε τις υπόλοιπες Κ.Ο να συνεργαστούν, με ανοιχτό μυαλό και ξεχνώντας ιδεαλισμούς και ταμπού, με μόνο κριτήριο τη λογική και κίνητρο το να προκύψει μέσα από τη διαδικασία της επιτροπής ένα νομοσχέδιο για το οποίο όλοι θα μαστε περήφανοι.
Δεν ξεχνάμε ότι πρόκειται για συνέδριο, με αποστειρωμένες διαδικασίες και σε πολλές περιπτώσεις λανθασμένη αντίληψη περί πολιτικής. Παλεύουμε ωστόσο να αποδείξουμε στους εαυτούς μας και στον κόσμο, ότι έχουμε απαντήσεις κι ότι μπορούμε σπαζοκεφαλιάζοντας να γεννήσουμε κάτι αξιόλογο.
Φέτος λοιπόν αξίζει να παλέψουμε αυτό στο στοίχημα, για να μην βγούνε εκτρώματα όπως πέρσι.
*Μανωλίδης Δημήτρης
Τομεάρχης Οικονομικών Υποθέσεων της Ενωμένης Αριστεράς
Νομική ΑΠΘ