Γιατί δεν διατυπώθηκε ποτέ ένας ελληνικός συντηρητισμός;
Γράφει ο Σωτήρης Μητραλέξης*
Πέρα από την ζωντάνια και γονιμότητα συγκεκριμένων τοποθετήσεων στην δημόσια συζήτηση, η «αύρα της Μεταπολίτευσης» πνέει ακόμα, με την ανιδεολογική προσπάθεια να οριστούν ιδεολογικοί όροι με νόρμες επεξηγήσεων ριζικά άσχετων με ιδεολογικές συντεταγμένες, όπως στην περίπτωση του ομιχλώδους καραμανλικού «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού», σχετικά με το περιεχόμενου του οποίου σημειώθηκε τέλειο αδιέξοδο. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα να αναρωτηθούμε τί ακριβώς περιεχόμενο θα μπορούσε να έχει ένας νέος ελληνικός συντηρητισμός: το ερώτημα που πρέπει να τεθεί προ πάσης εργασίας είναι το γιατί δεν διατυπώθηκε ποτέ μέχρι σήμερα αυτός ο νέος ελληνικός συντηρητισμός.
«Διυλίζετε τον κώνωπα και θεωρητικολογείτε για το φύλο των αγγέλων, ενώ τα προβλήματά μας είναι απολύτως πρακτικά», θα μπορούσε να αντιτείνει ο καλοπροαίρετος συνομιλητής. Όμως, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Είναι εντελώς διαφορετικό το να προκύπτει φυσικά μια πολιτική πρόταση διαχείρισης των «δημοσίων πραγμάτων» από την ιδεολογία, δηλαδή από το κοσμοσύστημα ιδεών, αρχών και αξιών, και εντελώς διαφορετικό το να επαγγέλλεται ένας πολιτικός φορέας «καλύτερη διαχείριση» και «καλύτερες μέρες». Εν πολλοίς είναι η έκλειψη της ιδεολογίας είναι που κάνει την πολιτική να εκπίπτει σε προϊόν και την ουσία να υποκαθίσταται από την επικοινωνία. Η έκλειψη της ιδεολογίας είναι ταυτόχρονα και ένα από τα εργαλεία της κομματοκρατίας για να επιβάλλεται, να αναπαράγεται και να μακροημερεύει: το συγκεκριμένο όραμα και πρόταγμα απειλεί την διατήρηση και την συνοχή της κομματοκρατίας, πυλώνας της οποίας είναι ότι «εμείς» είμαστε καλύτεροι διαχειριστές από τους «άλλους», μετατρέποντας έτσι την πολιτική αρένα σε ανταγωνισμό «δημοκρατικών» φέουδων, όχι διαφορετικών στοχεύσεων, οραμάτων, προταγμάτων. Τα περισσότερα στελέχη της σημερινής κομματοκρατίας θα βρίσκονταν σε ιδιαιτέρως δύσκολη θέση αν εκαλούντο να διατυπώσουν συγκεκριμένα, πειστικά και με ιδεολογικούς όρους το πρόταγμα του φορέα τους για την κοινωνία: είναι απλώς διαχειριστές ή υπάλληλοι συστημάτων. Η διαχειριστική πολιτική μπορεί να υποσχεθεί μόνο ευημερία – ασχέτως με το αν μπορεί και να την εγγυηθεί. Η πραγματική πολιτική όμως δεν μπορεί παρά να εμφορείται από όραμα– το οποίο δεν μπορεί παρά να είναι συγκεκριμένο, μια συγκεκριμένη προτεινόμενη κατεύθυνση για την κοινωνία διαφορετική από τις άλλες, όχι ευχολόγια ή γενικολογίες. Η αναζήτηση της συγκεκριμένης ιδεολογίας λοιπόν καμακώνει την κομματοκρατία με το καμάκι του ήλιου, διότι διαχωρίζει την ήρα από το σιτάρι: αυτούς που θέλουν και μπορούν από τα καχεκτικά εκβλαστήματα της κομματοκρατίας…
Πίσω στο ερώτημα γιατί δεν διατυπώθηκε ποτέ ένας ελληνικός συντηρητισμός: στην Ελλάδα, και δη δεξιώτερα του κέντρου, παρατηρείται αενάως μια ιδιότυπη φοβία για την δόμηση γηγενούς πολιτικού προτάγματος. Πολλοί από εμάς ίσως να εντοπίζουν τον ιδεολογικό αυτευνουχισμό της Δεξιάς αποκλειστικά στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, δεν είναι όμως έτσι: ήδη τα ιδρυτικά μας κόμματα, το «Γαλλικόν», το «Αγγλικόν» και το «Ρωσσικόν», εγκεντρίζουν την ελληνική πολιτική σκηνή στο βασίλειο του μεταπρατισμού, της μίμησης ξένων προτύπων, «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες», όπως κανοναρχεί θεοείκελος ο Σεφέρης. Στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσουμε να δούμε τις αιτίες πριν καιπέρα από την Μεταπολίτευση.
Υφίστανται λοιπόν τρείς εγγενείς παραταξιακές δυσπλασίες, περίπου ανέκαθεν υπάρχουσες:
(α) Στην ελληνική Δεξιά παρατηρείται ένα μόνιμο πνευματικό χάσμα λαού(παραταξιακής «βάσης») και πολιτικής κεφαλής, πολιτικού «λαού και Κολωνακίου». Η «βάση» είναι παραδοσιοκεντρική (όχι ακριβώς traditionalist conservative), η κεφαλή μεταπρατική. Η «βάση» είναι συντηρητική, η «κεφαλή» ακκίζεται να αυτοπροσδιορίζεται φιλελεύθερη. Αδύνατον να προκύψει ιθαγενής πολιτική σκέψη… Αυτό το φαινόμενο δεν παρατηρείται μόνο στα πολιτικώς δεξιώτερα του κέντρου, αλλά σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Σημειώνει διαυγώς ο Οδυσσέας Ελύτης: «Από τι πάσχουμε κυρίως; Θα σας το πω αμέσως: από μία μόνιμο, πλήρη και κακοήθη ασυμφωνία μεταξύ του πνεύματος της εκάστοτε ηγεσίας μας και του «ήθους» που χαρακτηρίζει τον βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό του ελληνικού λαού στο σύνολό του! (…) Εχουμε την τάση να παρουσιαζόμαστε διαρκώς διαφορετικοί απ’ ό,τι πραγματικά είμαστε. Και δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος προς την αποτυχία, είτε σαν άτομο σταδιοδρομείς είτε σαν σύνολο, από την έλλειψη της γνησιότητας. Το κακό πάει πολύ μακριά. Όλα τα διοικητικά μας συστήματα, οι κοινωνικοί μας θεσμοί, τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα, αρχής γενομένης από τους Βαυαρούς, πάρθηκαν με προχειρότατο τρόπο από έξω, και κόπηκαν και ράφτηκαν όπως όπως επάνω σ’ ένα σώμα με άλλες διαστάσεις και άλλους όρους αναπνοής» («Ελευθερία», 15 Ιουνίου 1958).
(β) Ο μεταπρατισμός αυτός έχει πολύ συγκεκριμένα αποτελέσματα στο πεδίο της ιδεολογίας: επιχειρείται να φορεθούν σαν καπέλο στους ενθάδε τάλαινες υπηκόους ιδεολογήματα άσχετα με τον τόπο, την παράδοσή του, την ψυχοσύνθεση του λαού του, τους ιστορικούς του εθισμούς. Με αποτέλεσμα άλλοτε την ηχηρή παραφωνία και άλλοτε, απλώς, την αποτυχία. Και για να μην νομίζουν κάποιοι ότι μιλώ πάλι για τον φιλελευθερισμό: δεν θα υπήρχε μεγαλύτερο καλαμπούρι από το ενδεχόμενο εγχείρημα μετεμφύτευσης της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας στο ελληνικό έδαφος ως «φυσιολογικής» ιδεολογίας του ελληνικού συντηρητισμού! Αυτό κι αν είναι ένα ξένο ιδεολόγημα: η «Χριστιανοδημοκρατία» προκύπτει από ρωμαιοκαθολικές και προτεσταντικές αντιλήψεις περί κοινωνίας, ανθρώπου, κράτους, ηθικής και θεσμών, και σε κάθε πτυχή της η αντίστοιχη αντίληψη που εκκρίνεται φυσικώ τω τρόπω από τον ορθόδοξο χριστιανισμό είναι η… αντίθετη! Η επιβολή ενός τέτοιου ξένου σώματος στην Ελλάδα ως «δεξιάς ιδεολογίας» θα ήταν πραγματικά χριστιανοπολιτικός παρενδυτισμός. Ο συντηρητισμός της Μάργκαρετ Θάτσερ συνίστατο εν πολλοίς στην επιρροή της από τις βικτωριανές αξίες. Ένας ελληνικός συντηρητισμός δεν θα συνίστατο φυσικά στην… εγκαθίδρυση βικτωριανών βρεττανικών αξιών! Κι όμως, η ετοιqμότητα της εκάστοτε ελλαδικής Δεξιάς για μεταπρατική μετεμφύτευση αποδεικνύεται πάντοτε ανεξάντλητη. Και λοιπά, και λοιπά, περίπου για κάθε εισαγόμενη μεταχειρισμένη ιδεολογία.
(γ) Ίσως η πιο καίρια εγγενής παραταξιακή δυσπλασία είναι η ακόλουθη: στο εξωτερικό, στις κοινωνίες όπου δομήθηκε ο διαχωρισμός σε «Δεξιά» και «Αριστερά» όπως τον ξέρουμε σήμερα αλλά και στην Αμερική, η Αριστερά είναι ταυτισμένη με την προάσπιση της συλλογικότητας, της κοινωνίας, κάτι που οι δεξιοί θεωρούν κολλεκτιβισμό, ενώ η Δεξιά με την προάσπιση της ελευθερίας και των συμφερόντων του ατόμου, της ελευθερίας κινήσεών του. Το κέντρο βάρους της Αριστεράς είναι στο Σύνολο και της Δεξιάς στο Άτομο. Στην Ελλάδα όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο! Η Δεξιά υπερασπίζεται την «παραδοσιακή» συλλογικότητα ως κοινωνία, ως έθνος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά – μιλάει για οικογένεια, θεσμούς συνοχής, συλλογική παράδοση αιώνων, αυτά προσπαθεί να συντηρήσει. Ενώ η Αριστερά είναι που εισάγει ιδεολογικά τον ατομικισμό ως πολιτική πρόταση, με το βάρος στα «δικαιώματα του ατόμου» και στις επιλογές αυτοπροσδιορισμού του, στο άθροισμα ατόμων ως συντεχνίας που διεκδικεί δικαιώματα κλπ. (εδώ εκτίθενται εκ των πραγμάτων πολύ σχηματικά και περιληπτικά όλα αυτά, σε βαθμό αφέλειας). Στην Ελλάδα, κυρίως η Δεξιά προτάσσει το Σύνολο και την αξία του και κυρίως η Αριστερά τα δικαιώματα του Ατόμου και την αξία τους… Η Αριστερά εισάγει τον ατομικιστικό μηδενισμό των πάντων, που συλλογικά μεταφράζεται σε εθνομηδενισμό – και η παραταξιακή βάση της Δεξιάς προβάλλει αντίσταση (κι ας υπερασπίζεται ως υπουργός η κα. Γιαννάκου τον ρεπούσιο εισοδισμό στα σχολεία παντί τρόπω). Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η Δεξιά καθίσταται κολλεκτιβιστική! Εδώ θα ήταν ιδιαιτέρως διαφωτιστικά τα δοκίμια κοινωνικής οντολογίας του Θεόδωρου Ζιάκα, στα οποία αναλύεται εξαντλητικά το γιατί ο ελληνικός προσωποκεντρισμός είναι πέρα και από τον κολλεκτιβισμό και από την ατομοκρατία. Φυσικά εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε ένα «προστατευόμενο είδος», με όλα τα πρόσημα αλλαγμένα. Διασώζουμε όμως καίρια στοιχεία διαφοράς, διότι ερχόμαστε, ιστορικοκοινωνικά, «από αλλού» σε σύγκριση π.χ. με τον γαλλικό, τον αγγλικό ή τον γερμανικό λαό, στοιχεία που έχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα και συνέπειες στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Ε, αυτό η Δεξιά δεν λέει να το καταλάβει, «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες» ότι η Δεξιά προασπίζει το άτομο και η Αριστερά το σύνολο…. Προσπαθούν να «τρέξουν» τον ελληνικό λαό με λάθος… manual – με το «βιβλίο οδηγιών» άλλων λαών, ιστοριών, κοινωνιών!
Αυτό δεν σημαίνει, όπως ξαναείπαμε, κολλεκτιβισμό! Ούτε και «μεγάλο κράτος» (έχουμε άλλωστε ήδη διατυπώσει νύξεις σχετικά με το ενδεχόμενο ενός «φιλελεύθερου κοινοτισμού»). Ένας υποθετικός Έλληνας συντηρητικός δεν θα «συντηρούσε» την κατάσταση του άρρωστου κρατισμού, θα την άλλαζε τελείως, σμικραίνοντας ριζικά το κράτος: όχι όμως λόγω κάποιου θέσφατου για το «ελάχιστο κράτος» ή το μεγαλείο των ατόμων, αλλά επειδή οι συντηρητικές αξίες του θα ήταν ασυμβίβαστες με την αναξιοκρατία, την αναξιοπρέπεια, την αργομισθία και την αναποτελεσματικότητα του νεοελλαδικού κρατισμού και της σήψης του…
Ο συντηρητισμός δεν προτάσσει την «συντήρηση μιας κατάστασης», αλλά την διατήρηση κάποιων αξιών και την γονιμότητά τους για ριζικές αλλαγές. Όπως σημειώνει ο Βρεττανός Συντηρητικός Phillip Blond, «τι πρέπει να συντηρήσουν οι Συντηρητικοί: την οικογένεια, τις κοινωνικές σχέσεις, τους θεσμούς και τις παραδόσεις. Αν δεν το κάνουμε θα δημιουργήσουμε ανήθικα, απομονωμένα άτομα που επιδιώκουν τις πιο επιζήμιες μορφές κέρδους». Το ζητούμενο δεν είναι η επιστροφή σε κάποια παλιά εμφυλιακή «Δεξιά», αλλά η εφεύρεση μιας παράταξης που σήμερα εκπροσωπείται χωρίς να υφίσταται – ή, για την ακρίβεια, υφίσταται χωρίς να εκπροσωπείται… Συντηρητισμός για να αλλάξουν όλα, λοιπόν!
Όσο δε για την έννοια της «προόδου», όπως ορθοτόμησε φίλος σχολιαστής, «ο συντηρητικός δεν επιθυμεί την κατάργηση της συλλογικότητας, του συναισθήματος του συνανήκειν, την απάλειψη της ιστορικής μνήμης, της παράδοσης και των υγιών παραδοσιακών αξιών στο όνομα μιας ντετερμινιστικά θεωρούμενης αέναης «προόδου», την αντικατάσταση του πατριωτισμού με τον «φορολογικό» ή «πολιτικό» «πατριωτισμό», τη δικτατορία της πολιτικής ορθότητας (τον «κομμουνισμό του 21ου αιώνα»). Δεν πιστεύει πως η πορεία του ανθρώπου στη γη είναι a priori μια διαρκής πρόοδος ή μια διαρκής μάχη μεταξύ προόδου και συντήρησης, όπου τελικά πάντοτε νικά η πρόοδος». Ακριβώς!
Το ενδεχόμενο διατύπωσης ενός νέου ελληνικού συντηρητισμού θα χρειαζόταν πολλή, πολλή δουλειά. Τί χρειάζεται για να διατυπωθεί το πρόταγμα σε αξιακό και ιδεολογικό επίπεδο; Πρώτα απ’ όλα, διάβασμα, διάβασμα, διάβασμα – Μακρυγιάννη, τα πεζά του Ελύτη, τα πεζά του Σεφέρη, Ίωνα Δραγούμη, Θουκυδίδη, Παπαδιαμάντη, και άλλα πολλά. Αυτά τα «λογοτεχνήματα» δομούν πολιτική πρόταση – για όποιον έχει μάτια να κοιτάξει. (Φυσικά, αυτό δεν μπορούν να το κάνουν τα στελέχη του κομματικού σωλήνα – εξ ορισμού…)
Οι ανακατατάξεις της κρίσης είναι εξ ορισμού γόνιμες για τέτοιες διεργασίες. Είναι σαφές: ή τώρα ή ποτέ! Σε αυτά εδώ τα χρόνια που διανύουμε θα κριθεί το αν η ελληνική Δεξιά θα συνεχίζει να μουρμουρίζει «σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες» για όλο το επόμενο πολιτικό τέρμινο, ή αν θα καταφέρει να συλλαβίσει την αλήθεια της και να γεννήσει ένα ελληνικό πολιτικό πρόταγμα…