ΕΠΑΛ: ΜΙΑ “ΑΛΛΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ”;
Ένα αναμφισβήτητα ακανθώδες ζήτημα της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής αποτελεί η θέση των Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑ.Λ.) στην κοινωνία, παράλληλα με την αλληλεπίδρασή τους με το Γενικό Λύκειο, καθώς και η αντιμετώπιση όσων επιλέγουν να φοιτούν σε αυτά.
Τα ΕΠΑ.Λ. ως μετεξέλιξη των Τ.Ε.Ε.(Τεχνικών Επαγγελματικών Εκπαιδευτηρίων) είναι Λύκεια τα οποία χορηγούν διπλή πιστοποίηση. Αφενός Απολυτήριο (τυπικά ισότιμο αυτού των Γενικών Λυκείων), αφετέρου ένα Πτυχίο Ειδικότητας. Η ουσιαστική και ταυτόχρονα ρηξικέλευθη μεταρρύθμιση που σημειώθηκε πριν από μερικά χρόνια είναι η δυνατότητα όσων φοιτούν στα ΕΠΑ.Λ. να έχουν το δικαίωμα εισαγωγής μέσω Πανελληνίων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ), κάτι που δεν ίσχυε με τον παλιό νόμο, παράλληλα με τη δυνατότητα εισαγωγής τους στα Ανώτατα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΤΕΙ).
Δε χωρεί αμφιβολία ότι το μαθητικό δυναμικό που στελεχώνει τα τεχνικά/επαγγελματικά λύκεια έχει καθιερωθεί στο κοινωνικό στερέωμα ως αυτό που υστερεί νοητικά, που παρουσιάζει χαμηλούς δείκτες επίδοσης και που στερείται ολιστικής γνώσης σε σχέση με το Γενικό Λύκειο- που μόνο πλουραλιστική γνώση δεν προσφέρει, αλλά αυτό το έχω θίξει σε προηγούμενο άρθρο μου, όποτε δεν θα επεκταθώ. Τα επαγγελματικά λύκεια όχι μόνο επιτακτικό είναι να συνδεθούν με τις ανάγκες της σύγχρονης αγοράς εργασίας, αλλά και να αναζωογονηθούν μέσω της στελέχωσής τους με εξειδικευμένο, ειδικά επιμορφωμένο στις νέες τεχνολογίες προσωπικό. Η ενίσχυση της υλικοτεχνικής υποδομής έχει παγιωθεί ως το πλέον διαχρονικό αίτημα της ελληνικής εκπαιδευτικής κοινότητας σε όλες τις βαθμίδες της ανεξαιρέτως. Σήμερα το αίτημα αυτό καταπνίγεται μέσα στην κρίση. Οι ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις πενιχρές, τα κρατικά κονδύλια μάλλον ανύπαρκτα και τι είναι αυτό που μένει ως κατακάθι στο μυαλό όλων; Ότι τα ΕΠΑ.Λ. προορίζονται για παιδιά «ενός κατώτερου Θεού».
Πρόσφατα, έχει κυριαρχήσει και διεθνώς η θέση της -οριοθετημένης πάντα – «γενίκευσης» του προγράμματος σπουδών στα ΕΠΑ.Λ., ώστε αυτό να ομοιάζει στο μοντέλο της «ανθρωπιστικής παιδείας» που προσφέρει (αυτό εντός πολλών εισαγωγικών) το Γενικό Λύκειο. Ο πλέον παλαιολιθικός χαρακτηρισμός του «εμπειροτεχνίτη- μάστορα» ο όποιος διαθέτει αποκλειστικά και μόνο χειροπιαστές γνώσεις έχει εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω των ραγδαίων αλλαγών στο κοινωνικοπολιτικό status quo μας.
Τα ΕΠΑ.Λ. μάχονται για την εκπαιδευτική τους αυτοτέλεια, ένα ζήτημα που απαιτεί άρτιο σχεδιασμό για να αποβεί αποτελεσματικό στην υλοποίησή του. Κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη αμαρτία μας (αμαρτία με την αρχαία έννοια, ήτοι αστοχία) είναι να ανάγουμε την οποία κοινωνική/οικονομική αδυναμία των παιδιών που φοιτούν στα ΕΠΑ.Λ.- αδυναμία που στην πραγματικότητα δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτές των μαθητών του Γενικού Λυκείου- ως αδυναμία του μυαλού τους και όχι ως αδυναμία της δευτεροβάθμιας – ή ακόμα ακόμα και της πρωτοβάθμιας- εκπαίδευσης που κάθε άλλο παρά συμβατές με τις ανάγκες των μαθητών είναι.
Συνεπώς, αδήριτη ανάγκη και καίρια επιδίωξη των ΕΠΑ.Λ. είναι ο συγκερασμός ολοκληρωμένης παιδείας από τη μια και τεχνικού, εξειδικευμένου προσανατολισμού από την άλλη- πάντρεμα πολύπλοκο και δαπανηρό. Τροχοπέδη στο πάντρεμα αυτό αναμφίβολα καθίσταται η ανάγκη κάλυψης αντιφατικών στερεοτύπων προερχόμενων τόσο από πλευράς γονέων όσο και από πλευράς εκπαιδευτικού και μαθητικού δυναμικού εν γένει.
Τα ΕΠΑ.Λ. καλούνται-ιδίως εν έτει 2013- να ανταποκρίνονται στα κελεύσματα του εκπαιδευτικού βίου με κύριο στόχο την επαγγελματική διάπλαση του διδασκόμενου. Καλούνται να τον εφοδιάζουν με εκείνα τα εφόδια με τα οποία θα αντεπεξέλθει στις ανάγκες του μελλοντικού του επαγγέλματος, αλλά και με ζήλο και αγάπη για τούτο. Γιατί -νομίζω όλοι θα συμφωνήσουμε εδώ- ο επαγγελματίας που διαπρέπει είναι αυτός που αγαπά το επάγγελμά του, και όχι εκείνος που απεμπολεί την προσωπικότητά του για χάρη της εργασίας του, ο αλλοτριωμένος. Θα πρέπει, λοιπόν, να ζυγίζονται τόσο οι ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης του μαθητή, όσο και η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του, ώστε να μην θυσιάζεται η δεύτερη στο βωμό των πρώτων. Η σχολική αποτυχία και η σχολική διαρροή δεν είναι φαινόμενα για τα οποία ευθύνονται αποκλειστικά οι μαθητές, αλλά είναι βάρη της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας που οφείλουν να συμμεριστούν όλοι όσοι μετέχουν σε αυτήν. Με νέες διδακτικές προσεγγίσεις, με εκσυγχρονισμό και προπαντός, με εξ-ανθρωπισμό.
Αλεξία-Νεφέλη Δούμα
Φοιτήτρια Νομικής ΑΠΘ
Βουλευτής Σοσιαλιστικής Δύναμης
Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων