Οι βουλευτές της ΕΝΑΡ για την Επιτροπή Εθνικής Άμυνας: «Θα μείνουμε πιστοί στις αρχές μας»
Λίγες ημέρες πριν την ΣΤ’ Σύνοδο του Μοντέλου Βουλής των Ελλήνων, οι βουλευτές της Ενωμένης Αριστεράς της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων, «ανοίγουν τα χαρτιά τους» και προσεγγίζουν με τον δικό τους τρόπο τα ζητήματα που αναμένονται να τεθούν επί τάπητος.
-Θα μπορούσε η Ελλάδα να βελτιώσει τις σχέσεις της με την γειτονική Τουρκία αποκλειστικά μέσω της διπλωματίας κάθε μορφής; Με ποιους τρόπους μπορεί να επιτευχθεί μια βελτίωση των σχέσεων εάν αυτή είναι όντως επιθυμητή; Υπάρχουν κόκκινες γραμμές για οποιοδήποτε ζήτημα τις οποίες θα θέσει η κοινοβουλευτική σας ομάδα κατά την συζήτηση για το νομοσχέδιο;
–Χρήστος Ιωάννης Θανόπουλος (Τομεάρχης ): «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν για τη χώρα μας το πιο σημαντικό πεδίο εξωτερικής πολιτικής. Μέσα στην ιστορία , οι σχέσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν ως ειρηνικές, ασταθείς και μάλιστα οι δύο χώρες έχουν βρεθεί αρκετές φορές αντιμέτωπες σε εμπόλεμες καταστάσεις. Εδώ και πολλές δεκαετίες, τα κύρια ζητήματα διαφωνίας αφορούν την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, την αιγιαλείτιδα ζώνη, τον εναέριο χώρο και φυσικά το Κυπριακό. Σε ότι αφορά την επίλυση των παραπάνω ζητημάτων εγώ προσωπικά, καθώς και σύσσωμη η Ενωμένη Αριστερά, πιστεύουμε ότι η διπλωματική οδός είναι μονόδρομος με τη συνδρομή των διεθνών συνθηκών και του διεθνούς δικαίου. Η διπλωματική χωρητικότητα της Ελλάδας άλλωστε είναι αρτίως μετρήσιμη και επουδενί δεν θα έπρεπε να συμφωνούμε με απόψεις προερχόμενες από συντηρητικά σχήματα, που εντάσσουν και τη σύρραξη ως επιλογή. Το βασικότερο πρόβλημα που προκύπτει όμως είναι η άρνηση της Τουρκίας να διαπραγματευτεί σε διεθνή πλαίσια βάζοντας τα δικά της συμφέροντα πάνω από όποια προσπάθεια επίλυσης. Επομένως, σημαντικό ρόλο στην διευθέτηση των διαφωνιών πρέπει να αποκτήσουν οι διεθνείς οργανισμοί, εξαιρουμένου φυσικά του ΝΑΤΟ. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, η ΕΝΑΡ θα κρατήσει στάση ευθύνης και ειρηνικής συνύπαρξης με τη γείτονα χώρα με προτάσεις που θα αφορούν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και τη συμμόρφωση της Τουρκίας με τους διεθνείς κανόνες, είτε αυτοί αποτελούν μέρη συνθηκών, είτε έχουν διαμορφωθεί εθιμικά. Επιπρόσθετα, θα τονισθεί η ανάγκη αποστρατικοποίησης της Κύπρου και οριστική επίλυση του ζητήματος αυτού με διμερείς σχέσεις . Αυτό που ως παράταξη δεν αποφεύγουμε ποτέ να υπερτονίζουμε είναι πως οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα, παρά μόνο οι κυβερνήσεις τους. Με οδηγό αυτήν την άποψη θα πορευτούμε προς μία οριστική μετατόπιση των ελληνοτουρικικών σχέσεων, που κρατάνε εγκλωβισμένες τις δύο χώρες σε έναν ιδιόμορφο γεωγραφικό χώρο, όπως είναι η βαλκανική χερσόνησος.»
-Ποια η σημασία της αναδιάρθρωσης της εξωτερικής πολιτικής για την χώρα μας; Ποιοι είναι οι στόχοι που δεν έχουν επιτευχθεί ακόμα κατά την γνώμη σας και πώς σκοπεύετε να τους εκφράσετε στο νομοσχέδιο σας; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την υλοποίησης τους;
-Kατερίνα Μεζίνη: «Ο τελικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας και η σημασία της αναδιάρθρωσης της είναι -και πρέπει να είναι- η προαγωγή του εθνικού μας συμφέροντος, η επίλυση των εθνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και η γεωστρατιγική αναβάθμισή της με παράλληλη δημιουργία θετικού και φιλικού κλίματος στις σχέσεις με τα άλλα κράτη επιτυγχάνοντας ειρηνική συνύπαρξη. Βασική αρχή στην οποία θα πρέπει να στηριχθεί η αναδιάρθρωση πρέπει να είναι το ότι, οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα. Όταν, ωστόσο, χώρες στις οποίες δείχνουμε φιλικές διαθέσεις, εξακολουθούν να έχουν επιθετικές τάσεις, θα πρέπει πλέον να αντιμετωπίζονται βάσει των διεθνών συνθηκών, των αρχών του ΟΗΕ και του διεθνούς δικαίου. Η Ελλάδα, αν και τις τελευταίες δεκαετίες έχει κατορθώσει να ενταχθεί και να συμμετάσχει ενεργά στους διεθνείς οργανισμούς με παράλληλο σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, δεν έχει ωστόσο πετύχει πολλούς από τους στόχους στην εξωτερική πολιτική και δεν έχει λύσει θέματα τα οποία επί χρόνια παραμένουν ανοιχτά ταλανίζοντας τη χώρα μας και τους πολίτες της καθημερινά. Η εθνική κυριαρχία, η ανεξαρτησία, η επιβίωση και η ασφάλεια της χώρας είναι ζητήματα που άπτονται των ζωτικών συμφερόντων όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική. Ανοιχτά θέματα παραμένουν η επίλυση του κυπριακού, του σκοπιανού και η αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας από την Τουρκία, προβλήματα δηλαδή ζωτικού χαρακτήρα και μάλιστα με γείτονες χώρες. Κύριο μέσο μας για όλα αυτά η διπλωματία. Μια διπλωματία, όμως, που δεν θα βασίζεται αποκλειστικά και δεν θα διεξάγεται μόνο από διπλωμάτες και το Υπουργείο Εξωτερικών αλλά μέσω και μίας διπλωματίας πολιτισμού και κουλτούρας, στην οποία ακόμα και ο αθλητισμός και η εκκλησία θα παίξουν καταλυτικό ρόλο. Μπορούμε ,επίσης, να αναπτύξουμε διπλωματικές σχέσεις όχι μόνο με τις επιθετικές δυνάμεις, αλλά και συμμαχίες με χώρες που έχουν ανταγωνιστικές σχέσεις με τις προηγούμενες, και φιλικές σχέσεις τόσο με τις κυβερνήσεις τους όσο και με τους λαούς των χωρών αυτών. Η ιστορία έχει δείξει ότι δεν πρέπει να περιμένουμε βοήθεια από στρατιωτικούς και οικονομικούς συνασπισμούς. Η Ελλάδα μπορεί με δικά της μέσα να διαμορφώσει μια πιο συμφέρουσα γι’ αυτή πραγματικότητα στο διεθνές πεδίο, πραγματικότητα που θα ανταποκρίνεται στα αληθινά συμφέροντα του λαού.»
–Σοφία Ντάκουλα: «Πιο επίκαιρη από ποτέ φαίνεται η σημασία της αναδιάρθρωσης της εξωτερικής μας πολιτικής ως χώρα, καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη φλέγοντα εξωτερικά ζητήματα με γειτονικές μας χώρες που απαιτούν την χρήση υψηλής διπλωματίας. Άν όμως κάνουμε μια ανασκόπησης στο ιστορικό παρελθόν δεν θα βρούμε καμία χρονική περίοδο που η Ελλάδα δεν δεχόταν εξωτερικές προκλήσεις. Κρίνεται αναγκαία λοιπόν, η ανάγκη υιοθέτησης μιας σκληρής πολιτικής ισχύος προς τα γειτονικά κράτη ως απάντηση για τις προκλήσεις που δεχόμαστε αυτές τις μέρες καθώς και εθνικές –και όχι κομματικές- πολιτικές αξίες και ιδεολογίες. Γίνεται αντιληπτή η «πάλαι ποτέ» ανάγκη αναδιάρθρωσης της εξωτερικής μας πολιτικής ως χώρα. Μια πολιτική που είναι ταγμένη στο να υπηρετεί το εθνικό συμφέρον και που οφείλει να ανταποκρίνεται στις διεθνείς εξελίξεις. Παρά τις ενέργειες που πραγματοποιούνται υπάρχουν αρκετά ανοικτά θέματα : οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που χαρακτηρίζονται από εναλλασσόμενες περιόδους έντασης και συμφιλίωσης. Επιπλέον το Σκοπιανό είναι ένα πολύπαθο διπλωματικό κεφάλαιο που απασχολεί την Ελλάδα 26 χρόνια στα βόρεια σύνορά της. Η Ελλάδα ζητά να καταργηθούν αλυτρωτικά άρθρα του Συντάγματος των Σκοπίων με ειδική παράγραφο ή και ειδική συνθήκη η οποία θα διευκρινίζει ότι αυτή η κατάργηση δεν θα μπορεί να αλλάξει εσαεί. Είναι αναγκαίο επίσης , να βρεθεί ένα όνομα με σαφή γεωγραφικό προσανατολισμό. Ένα ακόμα ζήτημα που τίθεται είναι το Κυπριακό, για την επίλυση του αρκεί η δημιουργία ενός ενιαίου κράτους, με μία διεθνή υπόσταση και ενιαία εσωτερική πολιτική.»
-Ποια είναι η θέση σας αναφορικά με την μετανάστευση και τον τρόπο αντιμετώπισης του κύματος προσφύγων που έφτασαν στη χώρα μας από τη Συρία αλλά και την ενσωμάτωση των πληθυσμών αυτών; Ποια προβλήματα ενδέχεται να προκύψουν κατά την υλοποίηση του νομοσχεδίου σας; Υπάρχει πρόβλεψη για αυτά;
-Ντούνη Βασιλική: «Σαν χώρα καλούμαστε να διαχειριστούμε μια μεγάλη κρίση , ενώ στην παρούσα φάση η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει ήδη δυσκολίες τόσο οικονομικές όσο και κοινωνικές. Εκτός αυτού, η χώρα καλείται να αποδείξει την αλληλεγγύη που την διακατέχει αλλά και να διαχειριστεί τυχόν ξενοφοβικές και ρατσιστικές συμπεριφορές οι οποίες είναι εξ αρχής καταδικαστέες. Τρόποι αντιμετώπισης υπάρχουν πολλοί αρκεί να ‘’αγκαλιαστούν’’ από καθέναν ξεχωριστά. Ωστόσο η ενσωμάτωση των πληθυσμών αυτών σταδιακά θα γίνει εφικτή με συνολική προσπάθεια και λειτουργική εφαρμογή των τρόπων αντιμετώπισης. Τέλος , δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα κωλύματα που θα βρεθούν κατά την υλοποίηση του νομοσχεδίου, έχουν ίσως προβλεφθεί κάποια ,μαζί και οι λύσεις τους.»
-Νίκος Τσαπόγας: «Η μετανάστευση είναι ένα φαινόμενο τουλάχιστον θλιβερό, είναι ένα φαινόμενο απότοκο ιμπεριαλιστικών πρακτικών και μεθοδεύσεων, ένα φαινόμενο που διαπιστώνει με τον καλύτερο τρόπο τις ανακολουθίες και την κατάντια του σύγχρονου κόσμου. Η ΕΝΑΡ είναι η μόνη αξιόπιστη κοινοβουλευτική δύναμη, η οποία παγίως τοποθετημένη και πολλάκις αγωνισθείσα εναντίον ακριβώς τέτοιων ιμπεριαλιστικών και μιλιταριστικών ενεργειών, διαθέτει στην φαρέτρα της θέσεις και πολιτικά επιχειρήματα που δύνανται να αντιμετωπίσουν αυτό το μείζον και πολυπαραγοντικό ζήτημα. Η αντιμετώπιση, λοιπόν, αυτού του φαινομένου έγκειται στην άμεση κατάργηση των hot-spots. Επιπλέον, η κατάργηση της θλιβερής συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, που κάθε άλλο παρά ευνοϊκή είναι για τους άμαχους αυτούς πληθυσμούς, και το παράλληλο άνοιγμα συνόρων χωρών της ΕΕ. Ως προς την ενσωμάτωση αυτών των πληθυσμών , αυτή θα είναι σίγουρα πολυεπίπεδη και πολυδιάσταση. Η ΕΝΑΡ, πιστή στις αρχές και στα ιδανικά της, πιστεύει ακλόνητα και εδράζει την ενιαία πολιτική της στάση στην αδέκαστη έννοια της αλληλεγγύης. Της ανθρώπινης αλληλεγγύης, εκείνης που στην βάση της έχει τον άνθρωπο που διώχθηκε, αιχμαλωτίστηκε, υπέστη κάθε λογής κακουχίες στο βωμό ενός πολέμου, μίας σύρραξης, μίας θρησκευτικής, φυλετικής διαμάχης που επ’ουδενί δεν έφταιξε.»
-Κώστας Οικονομόπουλος: «Η είσοδος στην Ελλάδα τεράστιου κύματος μεταναστών τα τελευταία χρόνια αποτελεί ξεκάθαρο αποτέλεσμα των ιμπεριαλιστικών πόλεμων και επεμβάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο που έχουν οδηγήσει σε ξεριζωμό χιλιάδες ανθρώπους. Παρά τον ξεριζωμό από τα σπίτια τους, την εκμετάλλευση από τους δουλεμπόρους και τις αντίξοες συνθήκες του ταξιδιού τους, έχουν να αντιμετωπίσουν και την στάση του ελληνικού κράτους. Το ελληνικό κράτος έχει κριθεί επανειλημμένως αναποτελεσματικό να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση, η οποία εντείνεται από την εσωτερική ανθρωπιστική και οικονομική κρίση, καθώς και την απειλή της ανόδου ξενοφοβικών και ακροδεξιών τάσεων. Παράλληλα, οι προσπάθειες της ΕΕ σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση υπήρξαν παντελώς ελλιπείς και αναποτελεσματικές τόσο σε θεσμικό αλλά και σε πρακτικό επίπεδο. H συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας η οποία αναγνωρίζει την Τουρκία ως τρίτη ασφαλή χώρα, γεγονός απαράδεκτο με βάση τις διώξεις αντιφρονούντων και των Κούρδων από το καθεστώς Ερντογάν ,υποχρεώνει ένα ποσοστό των προσφύγων να επαναπροωθηθεί πίσω στην Τουρκία, σε μια χώρα που μόνο ασφαλής δεν είναι. Η ελληνική κυβέρνηση η οποία αναγνωρίζει την παραπάνω συμφωνία έχει εγκλωβίσει χιλιάδες πρόσφυγες στα λεγόμενα «hot spots» ,οι οποίοι ζουν σε άθλιες συνθήκες και εμποδίζει την ενσωμάτωσή τους στο κοινωνικό σύνολο. Η συμφωνία αυτή αποτελεί κατάφορη καταπάτηση των δικαιωμάτων μεταναστών-προσφύγων που απορρέουν από τη σύμβαση της Γενεύης του 1957 και του Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967. Σύμφωνα με την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς τον προσφύγων “Κανένα Συμβαλλόμενο Κράτος θα απελάσει ή επιστρέψει ( επαναπροωθήσει ), πρόσφυγα με οποιονδήποτε τρόπο στα σύνορα εδαφών όπου η ζωή ή η ελευθερία του θα απειλούνταν λόγω της φυλής του, της θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ή πολιτική άποψη”. Βεβαίως η διάταξη αυτή δεν σεβάστηκε διόλου μετά τις μαζικές επαναπροωθήσεις προσφύγων που συνέβησαν κυρίως το 2016, κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας. Με μία τέτοια διαμορφωμένη κατάσταση, ως ΕΝΑΡ, καλούμαστε να αντιτάξουμε το γενικότερο πνεύμα αλληλεγγύης και έμπρακτης στήριξης στο κύμα μεταναστών και να συμβάλλουμε στην αλλαγή της υπάρχουσας άθλιας κατάστασης. Κρίνεται, λοιπόν, επιτακτική η άμεση κατάργηση των “hot spots’’ και της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας που γκετοποιεί, απελαύνει και καταστέλλει τους πρόσφυγες. Αυτό συνεπάγεται την ασφαλή μεταφορά των προσφύγων και μεταναστών στις χώρες τελικού προορισμού τους με ευθύνη του ΟΗΕ και της ΕΕ. Επιπλέον, είναι απαραίτητη στη διανομή αυτή των προσφύγων από τη Συρία να λάβουν μέρος όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ με άνοιγμα των συνόρων τους. Όλα αυτά βεβαίως με σεβασμό των δικαιωμάτων της προσφυγικής ιδιότητας. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται η κατάργηση του κανονισμού του Δουβλίνου και την αποχώρηση του ΝΑΤΟ κ της FRONTEX από το Αιγαίο. Αναφορικά με την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία μας, λόγω της ανύπαρκτης δράσης του κράτους και της ανικανότητάς του εύρεσης λύσης, θα πρότεινα να στηρίζονται έμπρακτα αλληλέγγυες δράσεις των κινημάτων της Αριστεράς, όπως είναι η κατάληψη του εδώ και χρόνια εγκαταλελειμμένου ξενοδοχείο City Plaza. Ακόμη το κράτος σε συνεργασία με το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, θα πρέπει να προχωρήσει στη δημιουργία δημόσιων, αξιοπρεπών υποδομών και εγκαταστάσεων διαμονής. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού μπορούν να αξιοποιηθούν πολλά ανεκμετάλλευτα κτήρια, στρατόπεδα και άλλες εκτάσεις του ελληνικού Δημοσίου. Συγχρόνως, η εγκατάστασή τους οφείλεται να συνοδεύεται από γλωσσική κατάρτιση, οικονομική ενίσχυση μέσω της παροχής επιδόματος, γνωριμία με τον ελληνικό πολιτισμό και παιδεία και ενίσχυση των επαγγελματικών τους προσόντων, ούτως ώστε να αξιοποιηθούν στην αγορά εργασίας. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να προβλεφθεί για τα μικρά παιδιά. Η στάση μας θα πρέπει να διαπνέεται από τις αξίες της Αριστεράς για ισότητα, δημοκρατία, εξάλειψη όλων ανεξαιρέτων των διακρίσεων, ιδιαίτερα εις βάρος ατόμων που έχουν διωχθεί από την ίδια τους την πατρίδα και περιπλανώνται για ένα καλύτερο μέλλον.»
-Ποιες είναι οι μέθοδοι προστασίας και διαχείρισης των συνόρων που σκοπεύετε να προτείνετε και ποια αντίστοιχα θα είναι η θέση σας για την διαχείριση των θαλάσσιων συνόρων, λαμβάνοντας υπόψη τα κύματα προσφύγων και μεταναστών, την στάση της Τουρκίας και τους θεσμικούς περιορισμούς της ΕΕ;
-Μαριάννα Χιονά: «Από τα σύνορα μας καθημερινά περνούν τεράστια κύματα προσφύγων και μεταναστών, ανθρώπων που αφού προσπάθησαν να αποφύγουν τα δεινά του πολέμου, αντικρίζουν τον εφιάλτη της δική μας αδυναμίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο να δοθεί ένα τέλος σε αυτή την ανείπωτη τραγωδία. Ως Ενωμένη Αριστερά θεωρούμε πρώτιστο καθήκον μας τη προστασία αυτών των ανθρώπων αλλά και τη διαφύλαξη των θαλάσσιων συνόρων μας. Γι’ αυτό και προτείνουμε την αποχώρηση του ΝΑΤΟ από το Αιγαίο και υποστηρίζουμε την κατάργηση του Frontex. Αντ’ αυτού προτείνουμε την ενίσχυση των δυνάμεων του ναυτικού σώματος με σκοπό τη διαφύλαξη των θαλάσσιων συνόρων, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη την στάση της γείτονας Τουρκίας.»
– Τι οφέλη θεωρείτε ότι μπορείτε να αποκομίσετε από την αξιοποίηση της οικονομικής διπλωματίας ; Θα μπορούσε η αξιοποίηση της οικονομικής διπλωματίας από την Κυπριακή Δημοκρατία για την εμπέδωση συνθηκών σταθερότητας και μακροχρόνιας ανάπτυξης στην Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή να αποτελέσει για εσάς παράδειγμα και γιατί;
-Μαρκέλλα Κουτίβα: «Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και στον απόηχο της οικονομικής κρίσης είναι πασιφανές ότι η παραδοσιακή διπλωματία έχει αρχίσει να υποχωρεί, αφού η εξωτερική πολιτική τόσο της Ελλάδας όσο και άλλων χωρών προσανατολίζεται προς την οικονομική διπλωματία, που κρίνεται αποτελεσματικότερη και λυσιτελέστερη. Με τον όρο οικονομική διπλωματία εννοούμε την προώθηση των οικονομικών , εμπορικών και επιστημονικών σχέσεων της χώρας με άλλες χώρες, που στηρίζεται στις εξαγωγές προϊόντων και την προσέλκυση ξένων επενδυτών. Η δημιουργία ενός δελεαστικού επενδυτικού πλαισίου που θα έπειθε τους ξένους επιχειρηματίες ότι τους συμφέρει να αναπτύξουν οικονομική δραστηριότητα στη χώρα μας θα μπορούσε να αποφέρει ποικίλα οφέλη . Θα δημιουργούνταν νέες θέσεις εργασίας, τα δημόσια έσοδα θα αυξάνονταν μέσω της φορολόγησης, και θα υποβοηθούνταν η κίνηση της αγοράς και η ανάπτυξη ορισμένων περιοχών. Βέβαια, τα οφέλη που θα αποκομούνταν δε θα ήταν αποκλειστικά οικονομικά αλλά και πολιτικά. Θα βελτιώνονταν οι σχέσεις των άλλων χωρών με την Ελλάδα και η τελευταία θα ανακτούσε το κύρος της στη διεθνή σκηνή δίνοντας παράλληλα σημάδια ότι ανακάμπτει από την οικονομική ύφεση στην οποία έχει περιέλθει.»
–Εξάρχου Σοφία : «Μία ορθή-ιδανική οικονομική διπλωματία πρέπει να έχει ως στόχο και κατ’ επέκταση επιδιωκόμενο όφελος – συνέπειά της την ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης του κοινωνικού συνόλου και όχι απλώς αριθμών και οικονομικών δεικτών που μένουν στην πρώτη ματιά. Στο πλαίσιο αυτό λέμε ναι μεν στις επενδύσεις και τα ανοίγματα με εξασφάλιση όμως πάντα και παντού ελάχιστων standards με γνώμονα τους πολίτες-εργαζομένους προς υλοποίηση ανάπτυξης σε κάθε βαθμίδα του κοινωνικού βίου. Το παράδειγμα της Κύπρου στο κομμάτι της οικονομικής διπλωματίας με την σχεδόν ολοκληρωτική κυριαρχία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για «χάριν σταθερότητας και ανάπτυξης» έχει να μας διδάξει πράγματα εκ του αντιθέτου χαρίζοντάς μας την ύστερη γνώση της εμπειρίας όσο βέβαια μπορούν να ανιχνευθούν αναλογίες συνθηκών οικονομιών μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Προτείνουμε λοιπόν μία κριτική αξιοποίηση του συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης προσανατολισμένου πλέον στον παράγοντα άνθρωπο.»
–Ιωάννης Καυκαλάς: «Θα μου επιτρέψετε να χαρακτηρίσω ως ανεδαφική την ερώτησή σας περί οφελών της οικονομικής διπλωματίας. Αυτό διότι στο μυαλό ενός οποιουδήποτε ανθρώπου ο οποίος θέλει να αποκαλείται «αριστερός» η οικονομική διπλωματία δεν φαντάζει τίποτα περισσότερο από μία οπερέτα των εκάστοτε κυβερνητικών οργάνων προκειμένου να συγκαλυφθεί το στην πραγματικότητα ήδη συμφωνηθέν σχέδιο. Στηρίζεται τόσο από εμένα όσο και από το υπόλοιπο σχήμα της ΕΝΑΡ πως στην πραγματικότητα οι οικονομικές διαπραγματεύσεις ουδεμία σχέση έχουν με οποιαδήποτε μορφή διπλωματίας. Αντίθετα, πρόκειται για συντονισμένες προσπάθειες των παγκόσμιων κέντρων εξουσίας και των συσσωρευτών του κεφαλαίου να επιβάλλουν πολιτικές οι οποίες θα έχουν θετικό αποτέλεσμα μόνο σε αυτούς και στις επιχειρήσεις τις οποίες διαχειρίζονται. Ποτέ καμία οικονομική διαπραγμάτευση στην Ελλάδα δεν οδήγησε στην ελάφρυνση του λαού, που είναι και ο βασικός παράγοντας για την ευημερία όχι των κεφαλαιοκρατών, αλλά της κοινωνίας. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ΕΝΑΡ είναι με την κοινωνία, όχι με το κεφάλαιο, όχι με τα μέτρα λιτότητας, όχι με τα μνημόνια, όχι με τα “successstories” των κυβερνήσεων. Για να απαντήσω λοιπόν στην ερώτησή σας δηλώνω πως ναι, υπάρχουν. Υπάρχουν οφέλη για τις μεγάλες επιχειρήσεις ώστε αυτές να συνεχίσουν να καταστρατηγούν τα δικαιώματα των εργαζομένων, να μειώνουν τους μισθούς, να απολαμβάνουν τις φορολογικές ελαφρύνσεις . Υπάρχουν επίσης οφέλη και για τους πολιτικούς, οι οποίοι χτίζουν την καριέρα τους πάνω στην οικονομική «διπλωματία» και στο πώς διαχειρίζονται τις επιθυμίες των εντολέων τους. Υπάρχουν ακόμη οφέλη για τους διεθνείς δυνάστες, οι οποίοι, προερχόμενοι από τα δυτικά thinktanks, εκπληρώνουν μέσω αυτής την αποστολή τους να επιβάλλουν μέτρα τα οποία θα κρατήσουν τους λαούς εξαρτημένους και υποταγμένους. Σε καμία περίπτωση όμως δεν υπάρχουν οφέλη για αυτόν που πραγματικά μετράει, που είναι ο λαός. Και όσο δεν υπάρχουν οφέλη για αυτόν, εμείς θα αντιστεκόμαστε σε οποιαδήποτε μορφή διπλωματίας η οποία έχει σκοπό να τον εξαθλιώσει. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται οι απόψεις μας σχετικά με την Κύπρο. Ο κυπριακός λαός έχει δοκιμαστεί πολλάκις από την οικονομική «διπλωματία». Όπως στην Ελλάδα, έτσι και στην Κύπρο οι «διπλωμάτες» θα πρέπει να τεθούν στο περιθώριο, καθώς μόνο έτσι οι λαοί θα επιτύχουν την ουσιαστική ευημερία, μακριά από τα συμφέροντα που τους επιβουλεύονται. Όποιος έχει αντίθετη γνώμη θα μας βρει απέναντι τόσο στη βουλή, όσο και στους δρόμους.»
Ρεπορτάζ: Ευτυχία Σουφλέρη