Τελειώνουμε την 40ετία πόνου
Γράφει η Χρύσα Νταϊλιάνη*
Η επίλυση του Κυπριακού αποτελεί τόσο για τους ίδιους τους Ελληνοκυπρίους, όσο και για την Ελλάδα χρόνια τώρα κορυφαία προτεραιότητα. Κανείς από τις δύο μεριές δεν έχει, και δεν επρόκειτο να ξεχάσει τη περίοδο εκείνη του 1974 όπου οι Τουρκία, εκμεταλλευόμενη τη δικτατορία στην Ελλάδα, εισέβαλε και κατέβαλε το 37% της Κύπρου το οποίο και κατέχει από τότε. Επιπλέον, το Νοέμβριο του 1983, η τουρκική πλευρά προχώρησε σε μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας του ψευδοκράτους στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδίκασε την παράνομη αυτή μονομερή ενέργεια, με τις αποφάσεις 541/1983 και 550/1984, ζητώντας την απόσυρσή της και καλώντας όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν ή βοηθήσουν με οποιονδήποτε τρόπο. Ποια είναι όμως η στάση που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα;
Έκτοτε, πέραν της θελήσεως των Ελληνοκυπρίων και της ιδίας της Ελλάδας, για ανεύρεση μίας λύσης, αποτελεί και αναγκαία προϋπόθεση για την πλήρη εξομάλυνση των διμερών σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας. Χρόνια τώρα υπάρχει διαρκής συνεργασία μεταξύ του εκάστοτε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και της εκάστοτε Κυπριακής κυβερνήσεως. Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού συνδέονται με κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οριοθέτηση, έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη (ΑΟΖ). Τα δικαιώματα αυτά απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της Θάλασσας, και αναγνωρίζονται από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας πέραν της Τουρκίας, όπου η τελευταία εκδίδεται σε παράνομες ενέργειες στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Η Ελλάδα υποστηρίζει απόλυτα την άσκηση δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ της, είναι κατηγορηματικά αντίθετη σε ενέργειες και μέτρα που αναβαθμίζουν τις αρχές της παράνομης αποσχιστικής οντότητας. Η επονομαζόμενη διεθνής «απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων αποτελεί συνέπεια της επαναλαμβανόμενης τουρκικής κατοχής και της παράνομης ανακήρυξης της αποσχιστικής οντότητας στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.
Σύμφωνα με τα παραπάνω η θέση που πρέπει να διατηρήσει η Ελλάδα επί του θέματος, είναι αυτή της έξυπνης και πολυμερούς διπλωματίας, προς αποφυγήν τυχόν διενέξεων με την Τουρκία η οποία χρόνια τώρα κρατά σταθερή και αδιάλλακτη θέση επί του θέματος, ενώ ταυτόχρονα απειλεί . Ταυτόχρονα με τη πρόσφατη ανάληψη της Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ελληνική μερίδα, έγινε επανεκκίνηση των συζητήσεων προς επίλυση του Κυπριακού. Αυτό αποτελεί και μία ευκαιρία για μία οριστική λύση επί του θέματος, σύμφωνα πάντα με τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου και της χάρτας των Ηνωμένων Εθνών. Επιπλέον, θα πρέπει να ζητηθεί ένωση των δύο μερών, με ενιαία Κυπριακή ιθαγένεια οριζόμενη από την ομοσπονδιακή νομοθεσία. Θα υπάρχει ενιαία ομοσπονδιακή κυβέρνηση καθώς και σύνταγμα, ενώ κάτω από την ενωμένη Κύπρο είτε οι Ελληνοκύπριοι είτε οι Τουρκοκύπριοι θα απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα στα πλαίσια του κράτους. Τέλος, πρόσφατα είχαμε και την επίσκεψη του Τουρκοκυπρίου διαπραγματευτή Κουντρέτ Οζερσάι στην Αθήνα, καθώς και του Ελληνοκυπρίου Ανδρέα Μαυρογιάννη στην Άγκυρα για την εκκίνηση των συνομιλιών μεταξύ των δύο μερών.
Όπως είναι γενικά παραδεδεγμένο, το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΔΕΑΧ), η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), στην οποία αναφερόμαστε και παρακάτω, καθώς και η «διπλωματία των Κανονιοφόρων» (Gunboat Diplomacy), είναι κρίσιμες και αλληλοσυνδεόμενες έννοιες για τη στρατηγική ασφαλείας και άμυνας Ελλάδας-Κύπρου και τη γεωπολιτική-γεωοικονομική διάσταση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Όσον αφορά το ΔΕΑΧ, αυτό καλύπτει το στρατηγικό και ως ένα σημείο το επιχειρησιακό-τακτικό επίπεδο του στρατιωτικού σχεδιασμού, τόσο σε περίπτωση σύγκρουσης, όσο και τη χρήση της στρατιωτικής ισχύος στην ειρήνη. Δόγματα αυτού του είδους δεν πρέπει να είναι στατικά, αλλά μεταβαλλόμενα, προς αντιμετώπιση νέων απειλών.
Το Νοέμβριο του 1993, είχαμε την από κοινού διακήρυξη, από Ελλάδα-Κύπρου, του ΔΕΑΧ, με κύριο χαρακτηριστικό τον αμυντικό χαρακτήρα και στόχο την αποτροπή και αντιμετώπιση κάθε επιθετικής ενέργειας εναντίον του ενός ή και των δύο μερών. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη δέσμευση της Ελλάδας να θεωρεί ως αιτία πολέμου (casus belli) οποιαδήποτε τουρκική απόπειρα προέλασης στην ελεύθερη Κύπρο. Η δημιουργία του δόγματος αυτού, προκάλεσε πολλές αντιδράσεις(ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία) και κυρίως της Τουρκίας δυσχεραίνοντας την ανεύρεση μίας λύσης επί του Κυπριακού. Όμως ένα δόγμα τέτοιου είδους ήταν απαραίτητο για την ασφάλεια της Κύπρου.
Όσον αφορά τώρα την ενίσχυση του ελληνικού στρατού στη Κύπρο, θεωρώ πως αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τον κατευνασμό τυχόν τουρκικής πρόκλησης. Καθώς η Τουρκία από τότε μέχρι και σήμερα διατηρεί, στο κατεχόμενο μέρος, συνεχώς αναβαθμιζόμενες στρατιωτικές δυνάμεις εισβολής-κατοχής, και οι συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού έχουν λάβει διεθνή χαρακτήρα, κι εντατικοποιούνται, κάποια μελλοντική αντίδραση της Τουρκίας είναι πιθανή. Γι’ αυτό το λόγο, θα πρέπει να ενισχυθεί η παρουσία του ελληνικού στρατού στην Κύπρο, για την αποφυγή μελλοντικής πρόκλησης.
Τέλος πρέπει να θίξουμε το θέμα της ΑΟΖ. Η Τουρκία κατεξοχήν αντιτίθεται όχι μόνο στην καθιέρωση της ΑΟΖ στο Αιγαίο αλλά και στη Λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Η πρόσφατη ανάληψη της Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ελλάδα, έχει θορυβήσει αρκετά τη Τουρκία, καθώς φοβούνται πως θα προβούμε σε ανακήρυξη της ΑΟΖ. Ως συνήθως, έχουν αναπτύξει μία αμυντική πολιτική διανθισμένη από απειλές, όπως κατάληψη του Καστελόριζου.
Πιο συγκεκριμένα για την ΑΟΖ. Όπως καθορίζει η Νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, Montego Bay, Jamaica,1982), η ΑΟΖ μπορεί να φτάσει μέχρι τα 200 ναυτικά μίλια από την γραμμή βάσης, και περιλαμβάνει τα ύδατα, την επιφάνεια της θάλασσας, το βυθό αλλά και το υπέδαφος της περιοχής αυτής. Η υπόψη Σύμβαση του ΟΗΕ περί του Δικαίου της Θαλάσσης, κυρώθηκε από την ΕΕ, στις 10 Δεκεμβρίου 1998, αποτελώντας πλέον μέρος του κοινοτικού κεκτημένου. Όσες χώρες επιθυμούν να γίνουν μέλη της ΕΕ, υποχρεούνται να την υπογράψουν. Η Τουρκία την έχει απορρίψει, λόγω του ότι αρνείται να αφήσει την Ελλάδα να κηρύξει ΑΟΖ. Παρόλα αυτά πρέπει να σημειωθεί πως καθώς η Σύμβαση αποτελεί και εθιμικό δίκαιο, η Τουρκία δεσμεύεται είτε την υπέγραψε είτε όχι, και υποχρεούται να συμμορφωθεί κάτω από τις διατάξεις της. Συμπεραίνουμε από αυτό, πως η Ελλάδα έχει αδιαμφισβήτητα κάθε δικαίωμα να ανακηρύξει ΑΟΖ.
Σε περίπτωση λοιπόν, που η Τουρκία κάνει πράξη τις απειλές της στο εγγύτερο μέλλον, όσον αφορά την καθιέρωση της ΑΟΖ, η Ελλάδα πρωταρχικά θα επιχειρήσει να επιλύσει ειρηνικά και μέσω του διαλόγου την Τουρκική απειλή. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που υπάρξουν προκλήσεις από μέρους της Τουρκίας προς την Κύπρο. Εάν δεν τελεσφορήσουν οι προσπάθειες απομάκρυνσης τυχόν απειλής μέσω του διαλόγου, η της ειρηνικής επίλυσης, τότε δυστυχώς η Ελλάδα θα πρέπει να υιοθετήσει πιο σκληρά μέτρα. Θα ήθελα να σημειώσω εδώ πως θέμα πολέμου δεν τίθεται καθώς η Τουρκία τη περίοδο αυτή πλήγεται από παντού(οι ΗΠΑ έχουν απομακρυνθεί, δεν είναι στην ΕΕ, αντιμετωπίζει το πρόβλημα των Κούρδων κτλ). Κοινώς «σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει».
Η Χρύσα Νταϊλιάνη είναι Βουλευτής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Εθνικού Κινήματος